ἀπεσταλμένου

ἀπεσταλμένου
ἀποστέλλω
send off
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • ιόβας — Όνομα βασιλιάδων της Νουμιδίας και της Μαυριτανίας κατά την αρχαιότητα. 1. I. Α’ (; – 46 π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας. Ήταν γιος του Ιεμψάλα. Πήρε μέρος στον πόλεμο ανάμεσα στον Καίσαρα και στους οπαδούς του Πομπήιου ως σύμμαχος των τελευταίων,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • λύγκος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Σκυθίας. Κάποια εποχή φιλοξενούσε τον Τριπτόλεμο, ο οποίος έφερε την ιδιότητα του απεσταλμένου της Δήμητρας. Αποπειράθηκε να τον σκοτώσει και να οικειοποιηθεί τη δόξα του, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • μετάπεμπτος — μετάπεμπτος, ον (Α) [πεμπτός] εκείνος τον οποίο προσκάλεσε κάποιος να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταπέμπω — (Α μεταπέμπω) (συν. το παθ.) μεταπέμπομαι προσκαλώ κάποιον να έλθει μέσω απεσταλμένου μου, στέλνω και προσκαλώ κάποιον («ὁ Κροῑσος μεταπέμπεται τόν... Ἄδρηστον», Ηρόδ.) αρχ. παθ. (σχετικά με πράγματα) παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ηπίτης, Πέτρος Κ — (Πάργα τέλη 18ου αι. – Αθήνα 1861). Γιατρός. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, όπου δημοσίευσε πραγματεία με τον τίτλο Λοιμολογία ή περί πανώλους, προφυλάξεως και εξολοθρεύσεως αυτής. Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου συνδέθηκε στενά με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”